τρίοδος

τρίοδος
Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο εσωτερικό της λυχνίας, που περιέχει τα ηλεκτρόδια, υπάρχουν αέρια, η λυχνία ονομάζεται λυχνία αερίων ή θύρατρο. Η τ. μπορεί να θεωρηθεί όμοια με μία δίοδο, στην οποία προστέθηκε ένα τρίτο ηλεκτρόδιο, η εσχάρα (ελέγχου), που συνδέεται με την άνοδο και την κάθοδο και χρησιμεύει για να ελέγχει τη ροή των ηλεκτρονίων που φτάνουν στην άνοδο. Η εσχάρα αποτελείται συνήθως από μεταλλικό δίχτυ με μικρές οπές ή από μεταλλικό σύρμα τυλιγμένο σε σπείρες και τοποθετημένο στη γειτνίαση της καθόδου. Η άνοδος τηρείται σε θετικό δυναμικό ως προς την κάθοδο (αυτό είναι συνήθως 150 ÷ 200 V, αλλά φτάνει και τα 2.000 V στις μεγάλες τ., που χρησιμοποιούνται στους πομπούς), ενώ η εσχάρα βρίσκεται κανονικά σε μικρό αρνητικό δυναμικό ως προς την κάθοδο. Η τιμή του δυναμικού της εσχάρας δεν μπορεί έτσι να σταματήσει τη ροή των ηλεκτρονίων, που κινούνται από την κάθοδο στην άνοδο: αυτή χρησιμεύει για να μεταβάλλει το ηλεκτροστατικό πεδίο που παρέχεται από το θετικό δυναμικό της ανόδου, και με τον τρόπο αυτό να ελέγχει τον αριθμό των ηλεκτρονίων που φτάνουν στην άνοδο (και συνεπώς το ανοδικό ρεύμα). Αν εισαγάγουμε μια αντίσταση με κατάλληλη τιμή στο ανοδικό κύκλωμα της τ. και φέρουμε στην εσχάρα ένα σήμα με τη μορφή εναλλασσόμενης τάσης, οι μεταβολές του ανοδικού ρεύματος, οι οποίες οφείλονται στις μεταβολές της τάσης της εσχάρας, προκαλούν στην άκρη της αντίστασης (κατά τον νόμο του Ωμ) εναλλασσόμενες τάσεις· οι εναλλαγές αυτές αναπαριστάνουν πιστά την κυματική μορφή του σήματος που βρίσκεται στην εσχάρα, αλλά με μέγεθος ανώτερο από το μέγεθος του σήματος (δηλαδή το σήμα ενισχύεται). Η τ. αυτής της μορφής λειτουργεί ως ενισχυτής τάσης· η ενίσχυση κυμαίνεται συνήθως στις τ. από 5 έως 150-200 φορές. Γενικά η τ. αποτελείται από γυάλινο περίβλημα, μέσα στο οποίο υπάρχει υψηλό κενό: η παρουσία αερίων στη λυχνία είναι πραγματικά επιβλαβής γιατί, εξαιτίας του ιονισμού, παράγονται θετικά ιόντα, με την πρόσκρουση των ηλεκτρονίων με τα άτομα του αερίου· επειδή αυτά είναι πολύ βαριά, οι προσκρούσεις μειώνουν σημαντικά τη ζωή των ηλεκτρονίων. Η κάθοδος αποτελείται από θοριωμένο βολφράμιο επικαλυμμένο με οξείδια· στις μικρότερες λυχνίες, ως κάθοδος είναι μια έμμεση θέρμανση και αποτελείται από ένα κύλινδρο, ο οποίος αποτελεί την επιφάνεια που εκπέμπει και θερμαίνεται εσωτερικά από ένα μονωμένο νήμα βολφραμίου. Η εσχάρα στηρίζεται με νήματα, που στερεώνονται σε ειδικές εγκοπές· αυτά είναι από νίκελ - μαγγάνιο ή μολυβδαίνιο επενδεδυμένο με ζιρκόνιο ή πλατίνα. Η άνοδος, αντίθετα, έχει κυματοειδή επιφάνεια από ελάσματα σιδήρου ή νικελίου. Όλα τα ηλεκτρόδια συνδέονται με το εξωτερικό με βάσεις που εξέχουν από τη βάση του περιβλήματος. Η τ. χρησιμοποιείται σε κυκλώματα ενισχυτικά, σε ανιχνευτές, ταλαντωτές, σε γεννήτριες σημάτων κλπ.· μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει ηλεκτρονική συσκευή που να μην έχει μια ή περισσότερες τ. Τελευταία, η τ. αντικαταστάθηκε όπως και οι άλλες ηλεκτρονικές λυχνίες από τρανζίστορ. Πάνω, παράσταση τριόδου με ηλεκτρόδια επίπεδα (Α) και κυλινδρικά (Β): 1 - κάθοδος· 2 - σχάρα· 3 -άνοδος· η κάθοδος (νήμα) είναι άμεσης θέρμανσης. Κάτω, μερικές τρίοδοι –από την αριστερή έχει αφαιρεθεί το γυάλινο περίβλημα, για να διακρίνεται καλύτερα η κατασκευή της.
* * *
η, ΝΜΑ
η συμβολή τριών οδών, το σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, το τρίστρατο (α. «τριγυρίζει στις τριόδους» β. «τροχήλατος σχιστής κελεύθου τρίοδος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. ηλεκτρονική λυχνία με τρία ηλεκτρόδια
2. φρ. α) «άνθρωπος τών τριόδων» — αργόσχολος και πρόστυχος άνθρωπος
β) «φήμες τών τριόδων» — αδέσποτες και ανεύθυνες φήμες
αρχ.
1. μονάδα μέτρησης στην Αίγυπτο
2. φρ. α) «ἐν τριόδῳ ἕστηκα [ή γίγνομαι]» — βρίσκομαι σε δίλημμα, δεν ξέρω τί να κάνω (Θεόγν.)
β) «οἷος ἐκ τριόδου» — άνθρωπος τιποτένιος
(Λουκιαν.)
γ) «λοιδορίαι ἐκ τριόδων» — πρόστυχα, χοντρά πειράγματα (Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + ὁδός (πρβλ. δί-οδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίοδος — a meeting of three roads fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοιο — τρίοδος a meeting of three roads fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοις — τρίοδος a meeting of three roads fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοισι — τρίοδος a meeting of three roads fem dat pl (epic ionic aeolic) τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοισιν — τρίοδος a meeting of three roads fem dat pl (epic ionic aeolic) τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδου — τρίοδος a meeting of three roads fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδους — τρίοδος a meeting of three roads fem acc pl τριόδους with three teeth masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδων — τρίοδος a meeting of three roads fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδῳ — τρίοδος a meeting of three roads fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίοδοι — τρίοδος a meeting of three roads fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”